- ἁγοῖ
- ἀγοῖ , ἀγάωpres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἄγοι — ἄγοῑ , ἄγω lead pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγοί — ἀγός leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοραγοί — Κοραγοί, οἱ (Α) οι ιερείς που τελούσαν την εορτή τών Κοραγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρη (προσωνυμία τής Περσεφόνης) + αγοί, πληθ. τού αγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. λοχ αγός, στρατ αγός] … Dictionary of Greek
ηγερέθομαι — ἠγερέθομαι (Α) (επιτ. τ. τού ἀγείρομαι, μόνο στο γ πληθ. ενεστ. και πρτ. και απρμφ. ενεστ.) συνάζομαι, συναθροίζομαι («ἀμφί δέ μιν... ἀγοὶ ἠγερέθονται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό τ. τού αγείρω*(θ. αγερ ) παρεκτεταμένο με θ . Απαντά… … Dictionary of Greek